Τετάρτη 6 Ιουλίου 2011

Μνημείο Αγνώστου Έλληνα...

Υπηρέτησα στην Προεδρική Φρουρά, ναι. Όχι πολλά χρόνια πριν, 3-4 πάνω κάτω. Δε δηλώνω εθνικόφρων ή ιδιαίτερα τρελαμένος με την έννοια της πατρίδας όπως κάποιοι την εμπορεύονται και την φοράνε στο στήθος, στην συνείδηση ή την κολλάνε αυτοκόλλητο στο παρμπρίζ του αυτοκινήτου τους. Δε βγαίνω στο δρόμο να δέρνω στο όνομα της, ούτε μισώ κάθε μετανάστη που βλέπω στο δρόμο, κ.ο.κ. Και το ξεκαθαρίζω αυτό γιατί φοβάμαι ότι στο τέλος αυτού του κειμένου, πολλοί θα σπεύσουν να το ακυρώσουν επικαλούμενοι κάποιον κρυμμένο εθνικισμό, ρατσισμό, ή ότι άλλο... Δυστυχώς, δεν είναι έτσι.

Το συναίσθημα μου για τις τελευταίες εξελίξεις, για τα γεγονότα στο κέντρο της Αθήνας, την οικονομική κατάσταση, τα αδιέξοδα, την χρεωκοπία και όλα τα υπόλοιπα, θα έλεγα ότι συγκλίνει με αυτό του μέσου Έλληνα. Δεν έχω κάποια απίστευτα έξυπνη ατάκα να προσφέρω στην "επανάσταση", δεν έχω ρηξικέλευθες προτάσεις για την έξοδο από την κρίση, δεν έχω κανένα μαγικό ματζούνι ρε αδερφέ... Δεν έχω καμία ρίζα από κάποιο μαγικό φυτό των Ιμαλαΐων ούτε νερό με όζον να σου δώσω για να την παλέψεις!

Τι έχω; Έχω αγανάκτηση για το αδιέξοδο, έχω θυμό για όλους μας και όλους σας, έχω απορίες για τα χρόνια που δεν ήμουν τριγύρω να τα ζήσω. Έχω ερωτήσεις για μια γενιά που κατάφερε να γεννηθεί μέσα στο Πολυτεχνείο, να γαλουχηθεί με αυτό (και καλά) και μετά γέννησε με τη σειρά της παιδιά που προσπάθησε να τα βολέψει σε θέσεις και να τα κάνει λίγο ή πολύ εικόνα και ομοίωση αυτών που ήταν έξω από τις πόρτες του Πολυτεχνείου. Κρατούντες, δικτάτορες και καταπιεστές, στη ζωή τους, στη δουλειά τους, παντού. Αυτά τα σκατά πληρώνουμε. Έχω και ελπίδα όμως. Έχω ελπίδα στον Έλληνα, σε αυτό το κύτταρο που αν με ρωτάτε δε πιστεύω ότι υπάρχει στ' αλήθεια. Το θέμα όμως εδώ είναι ότι το πιστεύει ο μέσος Έλληνας ότι το έχει και κατά συνέπεια, δε θα μου έκανε εντύπωση αν το έβγαζε προς τα έξω. Άλλωστε, καμιά φορά φτάνει να το πιστέψεις. Ακόμα κι αν είσαι ο ίδιος ο φονιάς, ο ίδιος ο ληστής, ο ίδιος ο απατεώνας, ίσως πιστέψεις και γίνεις ο ίδιος ο τιμωρός, ο λυτρωτής και ο ήρωας. Δε ξέρω...

Έχω και ένα άλλοθι και μια μεγαλύτερη ευκολία να σχολιάζω αυτά, γιατί δεν έχω (ακόμα) παιδιά, σκυλιά, δάνεια και άλλα. Και έτσι, σκέφτομαι καμιά φορά ότι ίσως να είμαι λίγο αυστηρός με όλα αυτά, ίσως να μην δικαιούμαι "δια να ομιλώ", όσο κάποιοι άλλοι που πρέπει να φέρουν φαγητό στο τραπέζι, να πληρώσουν φροντιστήρια, να πληρώσουν ρούχα, κλπ. Ναι, μπορεί... Αλλά είναι σίγουρο ότι με αφορά στον ίδιο βαθμό όλο αυτό, γιατί λίγα χρόνια πάνω, λίγα κάτω, είμαι στο ηλικιακό κέντρο των ανθρώπων που θα πρέπει να βάλουν πλάτη ή να στήσουν "πισινό" για να αλλάξει κάτι σε αυτή την κατάσταση. Είμαι και μέσα σε αυτούς που θα πληρώσουν τα σπασμένα, με φόρους, έκτακτες εισφορές και λοιπά...

Αλλά για αλλού ξεκίνησα και αλλού έφτασα... Υπηρέτησα λοιπόν στην Προεδρική Φρουρά και πέρασα 131 ώρες της ζωής μου, ακίνητος, μπροστά από το κοινοβούλιο, και άλλες 29 πίσω στην Ηρώδου Αττικού. 160 ώρες ακινησίας. Το οποίο από μόνο του δεν αποτελεί σε καμία περίπτωση μετάλλιο ανδρείας, ούτε παράσημο, ούτε τίποτα. Τα πόδια μας και τις μέσες μας χαλάγαμε και κάναμε τη θητεία μας, ίσως με λίγες πιο "ιδιαίτερες" ταλαιπωρίες από άλλους στρατευμένους, αλλά κοντά στο σπίτι μας (οι περισσότεροι). Τι να πουν και άλλοι στον Έβρο και μακρύτερα θα πουν κάποιοι. Σύμφωνοι, μα το θέμα εδώ δεν είναι η σύγκριση. Είναι περισσότερο όλος ο συμβολισμός που αυτή η μορφή ενός Εύζωνα αποκτά σε στιγμές σαν αυτή που περνά η χώρα τελευταία. Και έτσι φτάνω σε αυτό που μου συνέβη εχθές το βράδυ. Χθες, από ότι έμαθα όταν έφτασα εκεί, ήταν η πρώτη φορά που άνοιξε η πλατεία του Μνημείου του Αγνώστου Στρατιώτη στον κόσμο. Η πρώτη φορά μετά την αρχή των κινητοποιήσεων που βγήκαν οι μπάρες και ο κόσμος πλησίασε τους Εύζωνες. Τυχαία εντελώς, βρέθηκα στο μνημείο κάποια ώρα το βράδυ πριν την αλλαγή των σκοπών και του παρατηρητή.

Ο κόσμος ήταν διασκορπισμένος στην πλατεία, άλλοι συζητούσαν, άλλοι κοίταζαν προς τη Βουλή, άλλοι προς τους Τσολιάδες, άλλοι καθόντουσαν απλά στα σκαλιά της πλατείας ή μέσα στο δρόμο και συζητούσαν. Αρκετά συνηθισμένο θέαμα σκέφτηκα, αν και γενικά με παραξένεψε το γεγονός ότι κατά κάποιο τρόπο, οι ομάδες που φώναζαν συνθήματα ή μούτζωναν προς τη Βουλή, δε το έκαναν μπροστά από το μνημείο, αλλά πέρα, από το δρόμο, μακριά από τους Τσολιάδες. Μπορεί να έτυχε, σκέφτηκα. Το παράδοξο και το απροσδόκητο για μένα, συνέβη μόλις ήρθε η αλλαγή. Ο κόσμος μαζεύτηκε μεμιάς μπροστά στο μνημείο, οι παρέες σταμάτησαν τις κουβέντες και τώρα, ο μεγάλος όγκος του κόσμου ήταν μπροστά από το μνημείο και περίμενε την αλλαγή. Και έτσι, αυθόρμητα περισσότερο και χωρίς καμία ντουντούκα, άρχισαν όλοι να τραγουδούν τον Εθνικό Ύμνο και να φωνάζουν στους Τσολιάδες. "Μπράβο παλικάρια", "Για την Ελλάδα ρε γαμώτο" και άλλα τόσα, που μένει στον καθένα να τα κρίνει ως αντιδράσεις, αλλά που τελικά ήταν ένας παλμός του κόσμου. Που ήταν απλά εκεί. Χωρίς κόμματα, χωρίς σχέδιο, πλάνο και ατζέντα.

"Μπράβο παλικάρια" είπε μια κυρία γύρω στα πενήντα και χειροκρότησε μόνη της, λίγη ώρα αφού ο Εθνικός Ύμνος έσβησε από τα αυτιά μας και οι Τσολιάδες έκαναν την αλλαγή τους. Τελείωσε τη φράση της και σκούπισε τα δάκρυα της. Αυτό μόνο. Έτσι απλά. Οι παλιοί σκοποί κατέβηκαν από το μνημείο, η αλλαγή ξεκίνησε να φύγει και όλοι ξέσπασαν πάλι σε χειροκροτήματα. Το ίδιο έγινε και 2-3 λεπτά αργότερα όταν οι νέοι σκοποί κατέβηκαν και πήραν θέση στις σκοπιές τους. Δε νομίζω ότι θα μπορούσε κανείς επαρκώς ή αμερόληπτα να εξηγήσει όλο αυτό. Δεν είμαι και σίγουρος πόσο μέσα θα έπεφτε. Με αυτό κατά νου, αναρωτιέμαι. Τι μπορεί τελικά να δει κανείς σε έναν Τσολιά και να αντιδράσει έτσι; Μπορεί να δει την πατρίδα; Την έννοια της πατρίδας όπως την αντιλαμβάνονται οι φανατικοί των εμβλημάτων, των στολών και των πολέμων; Την πατρίδα του 1821; Του 1940; Μα αυτά είναι τα παιδιά του 80, του 85, του 90. Τα παιδιά που κοιτάνε να μπουν στο δημόσιο και να βολευτούν.. Είναι αυτοί; Αλλάζει κάτι επειδή είναι 1.90+ και ντυμένοι με τις στολές των προ-προ-πάππων τους; Ίσως να μην αλλάζει, ίσως να είναι τα ίδια λαμόγια που μας έφεραν σε αυτή την κατάσταση. Ίσως να είναι όπως εγώ και συ...

Αυτό που για μένα έχει σημασία είναι ότι μιλάμε για κάποια παιδιά από 20 έως 30 χρονών πάνω κάτω, που στέκονται εκεί σε πείσμα μιας εποχής που τρέχει, σκοτώνει και σκοτώνεται και ψάχνει να δικάσει εκ των υστέρων. Στέκονται εκεί, πειθαρχημένοι και σίγουροι οι περισσότεροι για αυτό που κάνουν, περισσότερο πειθαρχημένοι από όλους εμάς τους υπόλοιπους. Φυλάνε από το πρωί ως το βράδυ, κλαίνε και αυτοί από τα δακρυγόνα, δεν έχουν μάσκες και δε μπορούν να σκουπίσουν τα μάτια τους. Κι ας μην είναι οι σωτήρες του έθνους, κι ας είναι για άλλους κατάλοιπα άλλων εποχών κι ας έρχονται όσοι θέλουν να καταδικάσουν το στρατό (ούτε εγώ πιστεύω ότι χρειαζόμαστε στρατούς). Οι Τσολιάδες είναι εκεί και αποτελούν για κάποιους ανθρώπους έμπνευση, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, καλώς ή κακώς. Ίσως αυτό να είναι αρκετό, ίσως να είναι μια αρχή για τώρα.

ΥΓ: Μαντεύω πως τις επόμενες μέρες, κάποιος Υπουργός, όπως πάντα, θα πάει μέσα στο στρατόπεδο να τους συγχαρεί για την αντρεία τους... Βλακείες... Παπαριές... Ότι επιβράβευση χρειάζονται, την παίρνουν με το παραπάνω από όλους αυτούς που τους κάνουν παρέα κάθε βράδυ στο Σύνταγμα.