Τετάρτη 17 Νοεμβρίου 2010

Εδώ…; Πολυτεχνείο;

Εδώ Πολυτεχνείο, εκεί Πολυτεχνείο, που πήγε τελικά όμως; Τι απέμεινε και τι κάνουμε εμείς για αυτό; Η γενιά των γονιών μας, ήταν ακριβώς στην ηλικία μας όταν έγινε όλο αυτό. Μερικοί με παιδιά, άλλοι χωρίς παιδιά ακόμα. Κάποιοι από εσάς, γεννηθήκατε ένα-δυό χρόνια μετά. Αυτό, από μόνο του, θα μπορούσε να είναι μια καλή δικαιολογία για να μην γνωρίζετε. Όχι τώρα όμως… Τι έμεινε τελικά από το Πολυτεχνείο, μετά από τις πολιτικές σταδιοδρομίες των τόσων; Αυτό το καημένο το Πολυτεχνείο κοντεύει να γίνει στην Ελλάδα, σαν το τίμιο ξύλο από το σταυρό του Ιησού. Ξέρετε, αν όλα τα φυλακτά που πωλούνται σαν τίμιο ξύλο, είχαν πράγματι κομμάτι από τον σταυρό του Ιησού, τότε θα έπρεπε να τον είχαν σταυρώσει είτε στην κιβωτό του Νώε, ή σε δάσος ολόκληρο! Έτσι και στο Πολυτεχνείο… Άλλος ένας να πει ότι ήταν μέσα, θα πρέπει να γράψουμε ξανά τα βιβλία της ιστορίας, αφού τελικά καθώς φαίνεται, όλη η Αθήνα ήταν μέσα στο Πολυτεχνείο και απ’ έξω ήταν μόνο η χούντα! Αυτό το Πολυτεχνείο, έθρεψε τελικά γενιές και γενιές! Έθρεψε τους πολιτικούς που το καπηλεύτηκαν και πήραν θέσεις, έθρεψαν τα παιδιά τους, τα εγγόνια τους, τα ανίψια τους και πάει ακόμα… Τι άλλο έμεινε απ’ το Πολυτεχνείο; Ενδυναμώθηκε μήπως το πανεπιστημιακό άσυλο; Το οποίο έφτασε στις μέρες μας να αποτελεί καταφύγιο ανθρώπων που δεν έχουν κανένα κοινό έρεισμα με κάποιους από εκείνους που έδρασαν στο Πολυτεχνείο; Δεν είμαι κατά του ασύλου, τουναντίον, είμαι υπέρ. Δεν πιστεύω σε ένα αστυνομοκρατούμενο κράτος, αλλά όλο αυτό το πανηγύρι που γίνεται κάθε χρόνο με την επέτειο, είναι εντελώς εκτός.

Που πήγε το Πολυτεχνείο; Έμεινε στις σχολικές γιορτές με τα τραγούδια του Λοΐζου και τα μαύρα σκηνικά. Στα παιδιά με τα τριαντάφυλλα στα χέρια και στις λίστες που διαβάζαμε με τα ονόματα εκείνων που σκοτώθηκαν. Εκείνες τις μέρες, όταν σκεφτόσουν τι έγινε τότε, μαύριζε η ψυχή σου. Μετά; Τι έγινε και φτάσαμε στο σήμερα; Μετά, το Πολυτεχνείο ανηφόρισε προς τα πανεπιστήμια, στην ανώτατη εκπαίδευση και έγινε αργία, αφορμή για καφέ, γιατί την ημέρα εκείνη είναι πάντα κλειστές οι σχολές… Και κάπου εκεί, ίσως και λίγο αργότερα, αρχίσαμε να το ξεχνάμε εντελώς. Γυρίζαμε σπίτι νωρίς για να μην μπλέξουμε στις φασαρίες, ενώ πολλές φορές δεν μας άφηναν καν να ανέβουμε στο κέντρο. Φταίμε κι εμείς… Και έτσι, κάθε χρόνο, το απόγευμα μας έβρισκε μπροστά από την τηλεόραση να περιμένουμε τα φετινά έκτροπα, με τους γονείς μας να κάθονται με το δάχτυλο επικριτικά και να μας δείχνουν λέγοντας «Στα ΄λεγα εγώ… Τι να πήγαινες να κάνεις; Να βρεις κανένα μπελά;». Με κείνα και με τα άλλα, τελειώσαμε το πανεπιστήμιο, κάναμε μεταπτυχιακά, διδακτορικά και λοιπά και κάποια στιγμή βρήκαμε δουλειά…

Είμαι σήμερα από το πρωί στο γραφείο και ακούω ξανά Λοΐζο. Ψάχνω να βρω που πήγε το παιδί που άκουγε τα ίδια τραγούδια 15 χρόνια πριν και έκλαιγε. Ψάχνω να βρω γιατί δεν είναι ακόμα στο δρόμο, τώρα που ξέρει πιο πολλά από τότε. Ξέρει, αλλά γνωρίζει πραγματικά; Όχι! Είμαι εδώ, κλεισμένος καλά στον δεύτερο όροφο, οχυρωμένος πίσω από στοίβες χαρτιά… Μόνο που εμένα, το δικό μου «οχυρό» δεν μου προσφέρει προστασία όπως το Πολυτεχνείο κάποτε… Δεν προσπαθεί κανείς να μπει μέσα – δεν απειλούμαι… Δεν με ανάγκασε κανείς να παγιδευτώ. Είμαι κλεισμένος από μόνος μου εδώ, αδιαφορώ κι ας αγαπάω ακόμα, μα αναρωτιέμαι… Που πήγε το Πολυτεχνείο;