Δευτέρα 29 Ιουνίου 2015

Ο χειρότερος μαθητής της τάξης!

Στο σχολείο, είχαμε καλούς και κακούς μαθητές. Υπήρχαν και τα φυτά, ένα από τα οποία ήμουν εγώ ο ίδιος, υπήρχαν οι μέτριοι αλλά και οι κακοί μαθητές. Αυτοί που για κάποιο λόγο είτε δεν ήθελαν είτε δε μπορούσαν να "πάρουν τα γράμματα", όπως λέει ο σοφός λαός. 

Στην τάξη είχαμε και τον Παύλο. Με τον Παύλο ήμαστε συμμαθητές από το δημοτικό. Καθόταν πάντα στο τελευταίο θρανίο, από 6-7 χρονών που τον θυμάμαι μέχρι τώρα στα 17, πάντα με το ίδιο βλέμμα αδιαφορίας για τα πάντα. Δε το γούσταρε το σχολείο. Έτσι απλά. Ωστόσο, με ένα μαγικό τρόπο, πάντα κατάφερνε να τσιμπήσει κάτι από την παράδοση και να ψευτογράψει 1-2 αράδες στις εξετάσεις, τόσο όσο χρειαζόταν για να περάσει την τάξη. Από όσο θυμόμουν, μόνο 2-3 δάσκαλοι είχαν καταφέρει να τον παρακινήσουν και να τον κάνουν να ασχοληθεί λίγο, αλλά μέχρι εκεί. Ήταν θαύμα και που είχε φτάσει μια τάξη πριν το τέλος του λυκείου. 

Δεν ήταν χαζός, ή κάτι τέτοιο, απλά φαινόταν να μην ήθελε να μπει στη γενικότερη διαδικασία. Για την ακρίβεια, έμπαινε στον κόπο να συμμετάσχει μόνο όταν ήταν κάτι που τον ενδιέφερε, ή όταν ήταν να μιλήσουμε για το που θα πάμε εκδρομή. Ήταν πρώτος στις καταλήψεις και συνήθως ο τελευταίος που έμπαινε στην τάξη μετά το διάλειμμα, αν έμπαινε γενικότερα. Ο πατέρας του Παύλου, ήταν ο κύριος Μιχάλης. Ο κύριος Μιχάλης ήταν από τους πιο πλούσιους Αθηναίους, πλοιοκτήτης, ο οποίος είχε φτιάξει μια μικρή αυτοκρατορία με πολύ κόπο και δουλειά και ήταν από τους ανθρώπους που έδιναν και βοηθούσαν. 

Ο κύριος Μιχάλης ήταν ο ευεργέτης όλου του δήμου. Αν δεν υπήρχε εκείνος με τις δωρεές του, τίποτα δε θα είχε γίνει. Έφτιαξε κλειστό γυμναστήριο και βοήθησε παιδιά να βρουν διεξόδους μέσα από τον αθλητισμό. Έφτιαξε δημόσια βιβλιοθήκη, δίνοντας πρόσβαση σε γνώση και βιβλία που δε θα μπορούσαν να αγοραστούν από τις φτωχές οικογένειες της περιοχής. Γενικά, θα έλεγε κανείς ότι ο δήμος χρωστούσε την εξέλιξη του και την ευημερία των τελευταίων είκοσι χρόνων στον κύριο Μιχάλη. Κι έτσι, οι δάσκαλοι και οι μετέπειτα καθηγητές του Παύλου, είχαν αποφασίσει, σιωπηρά, μεταξύ τους, να πάρουν τον Παύλο από το χέρι και να τον βοηθήσουν να βγάλει το σχολείο κουτσά στραβά. Άλλωστε, ήταν προορισμένος για μεγάλα πράγματα με τέτοια ιστορία πίσω του. 

Ωστόσο, κάποια στιγμή, ο Παύλος έφτασε στην τάξη που πια οι προφορικοί βαθμοί που αφειδώς του χάριζαν οι καθηγητές του στο παρελθόν, δεν μπορούσαν να τον σώσουν. Τώρα πια, έπρεπε να γράψει εξετάσεις σε πανελλήνιο επίπεδο και να αποδείξει τι μπορεί να κάνει ο ίδιος, χωρίς τα δεκανίκια του ονόματος του. Βέβαια, τον Παύλο δε τον ένοιαζε και πολύ για όλο αυτό. Ούτε τον πατέρα του τόσο, που ήταν πρακτικός άνθρωπος και ήξερε βαθιά μέσα του ότι το παιδί του δεν ήταν φτιαγμένο για σχολεία και σπουδές.

Η μάνα του Παύλου ήταν μια άλλη ιστορία. Η κυρία Ελένη δε μπορούσε να δεχτεί ότι ο γιος της δε μπορούσε. Ερχόταν κάθε φορά που παίρναμε ελέγχους στο σχολείο, φουσκωμένη σαν το παγόνι. Έφευγε πάλι με το κεφάλι ψηλά, αλλά με μια πίκρα που φαινόταν στο βλέμμα της. Διατηρούσε την ψευδαίσθηση ότι κάποια στιγμή ο Παύλος θα μεταμορφωνόταν στον καλύτερο μαθητή. Πλήρωνε φροντιστήρια, πλήρωνε ιδιαίτερα και άλλαζε δασκάλους στον κανακάρη της κάθε τέσσερις μήνες το λιγότερο! 

Δεν υπήρξε ούτε ένας φροντιστής που να την έβγαλε καθαρή περισσότερο από έξι μήνες. Από ότι μου έλεγε ο Παύλος, ερχόντουσαν όλοι στο σπίτι τις πρώτες δυο μέρες, τόσο σίγουροι για την ικανότητα τους. Και μετά από μερικές μέρες, όλοι κατέληγαν στο ότι το παιδί δεν είχε βάσεις και ότι έφταιγαν λίγο ή πολύ όλοι οι προηγούμενοι δάσκαλοι που τον είχαν φέρει ως εδώ. Μόνο ένας από τους τελευταίους φροντιστές είχε το θράσος να πει στη μάνα του την ωμή αλήθεια, ότι το παιδί δε θα έκανε ποτέ τίποτα, και εκείνη τον έδιωξε με τις κλωτσιές. Από την άλλη, ο Παύλος συνέχιζε να περνάει τις τάξεις, να απολαμβάνει τα λεφτά του μπαμπά και να γελάει με όλη την κατάσταση. 

Κάποια στιγμή, στις εξετάσεις της δεύτερης τάξης του λυκείου, ο Παύλος κόπηκε στα γραπτά. Δεν υπήρχε τίποτα που να μπορούσε να γίνει για να περάσει στην επόμενη τάξη και πιθανώς σε κάποιο τμήμα. Η μάνα του, ήρθε στο σχολείο λίγες μέρες μετά την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων και φώναζε σε όλους τους καθηγητές. Ζητούσε κάτι να κάνουν για να περάσει το παιδί την τάξη και να μπορέσει να μπει σε μια σχολή τελειώνοντας του λύκειο. Απειλούσε θεούς και δαίμονες για αυτά που είχε προσφέρει ο άντρας της και που χάρη σε αυτά, μπορούσαν να κάνουν τη δουλειά τους όλοι οι δάσκαλοι. "Αν δεν ήμασταν εμείς, δε θα υπήρχατε ούτε εσείς", έφτασε να τους πει πάνω στο παραλήρημα της! Ακόμα και ότι τώρα πάνε χαμένοι οι κόποι του Παύλου και η πορεία που έκανε τόσα χρόνια στο σχολείο (εκεί μέχρι και ο Διευθυντής γέλασε). 

Το χαμό που έκανε τον σταμάτησε ο Παύλος ο οποίος άραζε με κάτι φίλους του κοντά στις μπασκέτες. Άκουσε τη φασαρία και ράθυμος έσυρε τα πόδια του μέχρι το γραφείο των καθηγητών όπου πήρε τη μάνα του από το χέρι και την έβγαλε έξω μιλώντας της πολύ ήρεμα. Της εξήγησε όλα εκείνα που μέχρι τότε διάλεγε να αγνοεί. Πόσο δεν ήταν για εκείνον όλο αυτό και πόσο ήθελε στην πραγματικότητα να κάνει κάτι άλλο με τη ζωή του. Της εξήγησε ότι κανείς δε χάνεται και ότι έχει δυνατότητες να κάνει πράγματα και έξω από αυτό το κομμάτι του συστήματος. Της έδωσε να καταλάβει πόσοι δρόμοι υπήρχαν, το ίδιο ή περισσότερο δύσκολοι, που όλοι όμως έβγαζαν κάπου καλύτερα. Την πήγε μέχρι την πόρτα και επέστρεψε στην παρέα του για να αράξει και πάλι. 

Δε ξέρω που είναι σήμερα ο Παύλος. Φαντάζομαι ότι δεν έχει μεγάλο πρόβλημα επιβίωσης έτσι κι αλλιώς, εξαιτίας των χρημάτων που είχε μαζέψει ο πατέρας του τα οποία έφταναν για πέντε ζωές. Τον είχα δει πριν μερικά χρόνια σε μια συνάντηση συμμαθητών και μου είχε πει ότι ασχολήθηκε με άλλα πράγματα μετά το σχολείο, κάνοντας από τον αγρότη, μέχρι τον ιδιοκτήτη καφετέριας και άλλες 2-3 δουλειές. Πιστεύω πολύ στο ότι κανείς δεν πάει χαμένος, ειδικά από τη στιγμή που καταλαβαίνει το ποιος είναι και το που πηγαίνει σε αυτή τη ζωή. Όταν δηλαδή βρίσκει την πυξίδα του. Όταν κανείς είναι χαμένος και έχει αυταπάτες για το ποιος είναι και τι μπορεί να γίνει, τότε έχει πραγματικό πρόβλημα. 

Και αναρωτιέμαι, μήπως ο Παύλος μοιάζει σε μια αναλογία με την Ελλάδα; Μήπως ο κύριος Μιχάλης δεν είναι η ιστορία μας και όλη μας η γεωπολιτική και πολιτιστική μας προίκα; Μήπως η μάνα του Παύλου, δεν είναι η φωνή του συνετού και του απαραίτητου; Η φωνή του φόβου ίσως..; Μήπως όπως υπάρχουν δρόμοι εκτός της συμβατικής εκπαίδευσης, έτσι υπάρχουν δρόμοι και έξω από μια ένωση που μόνο ένωση δεν είναι τελικά; Μήπως αυτό το σύστημα μας κράτησε μέσα του με νύχια και με δόντια, αλλά τελικά είμαστε τόσο περιθωριακοί όσο ο Παύλος; Μήπως μπορούμε να κάνουμε κάτι καλύτερο στηριζόμενοι σε αυτό που έχουμε μέσα μας; Μήπως απλά πρέπει να το πάρουμε απόφαση; 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου